προβιωτικός

προβιωτικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. (για μόρια και χημικές αντιδράσεις) αυτός που καθιστά δυνατή την εμφάνιση τής ζωής σε έναν πλανήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. pre-biotique < pre- «προ» + biotique < βιωτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”